οἰστρῶ

οἰστρῶ
οἰστράω
sting.
pres imperat mp 2nd sg
οἰστράω
sting.
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
οἰστράω
sting.
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
οἰστράω
sting.
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
οἰστράω
sting.
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
οἰστράω
sting.
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
οἰστρέω
sting.
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
οἰστρέω
sting.
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… …   Dictionary of Greek

  • οἴστρῳ — οἴ̱στρῳ , οἶστρος gadfly masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοιστρώ — ἀνοιστρῶ ( έω) (Α) [οιστρώ] εξεγείρω κάποιον σε σημείο να καταληφθεί από οίστρο, από βακχική μανία …   Dictionary of Greek

  • εξοιστρώ — ἐξοιστρῶ, άω ή έω (AM) 1. κάνω κάποιον να παραφρονήσει, τρελαίνω 2. γίνομαι μανιακός 3. τρέχω σαν μανιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιστρώ (< οίστρος)] …   Dictionary of Greek

  • οίστρημα — οἴστρημα, τὸ (Α) [οιστρώ] (ποιητ. τ.) 1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία 2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» οι παράφρονες εκδηλώσεις τής μανίας …   Dictionary of Greek

  • οίστρησις — οἴστρησις, ἡ (ΑΜ) [οιστρώ] (ιδίως σχετικά με τον έρωτα) μανιώδης έξαψη, παράφορο πάθος …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

  • παροιστρώ — άω και έω ΜΑ κεντρίζω, οιστρηλατώ, εξωθώ σε μανία, είμαι μανιακός («ὡς δάμαλις παριστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ», ΠΔ) αρχ. (μτβ.) ερεθίζω, παροξύνω, προτρέπω κάποιον («μαινάδων ἐπ αὐτὸν χοροὺς παρῴστρησεν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰστρῶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”